πρόσκομμα

πρόσκομμα
-όμματος, το, ΝΑ [προσκόπτω]
1. καθετί πάνω στο οποίο προσκρούει ή σκοντάφτει κανείς, εμπόδιο, κώλυμα (α. «η αντιπολίτευση προβάλλει προσκόμματα στο έργο τής κυβέρνησης» β. «καὶ οὐχ ὡς λίθου προσκόμματι συναντήσεσθε», ΠΔ.)
αρχ.
1. εκκλ. αφορμή για αμαρτία, σκάνδαλο
2. το αποτέλεσμα τού προσκόπτω, πλήγμα, χτύπημα, βλάβη, ζημιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πρόσκομμα — stumble neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσκομμα — το, ατος εμπόδιο, κώλυμα, πρόφαση: Κατά την υπογραφή του συμβολαίου ο ένας έφερε προσκόμματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρόσκομμ' — πρόσκομμα , πρόσκομμα stumble neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκομμάτων — πρόσκομμα stumble neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκόμμασι — πρόσκομμα stumble neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκόμμασιν — πρόσκομμα stumble neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκόμματα — πρόσκομμα stumble neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκόμματι — πρόσκομμα stumble neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκόμματος — πρόσκομμα stumble neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκάνδαλο — Ημιορεινός οικισμός(222 κάτ., υψόμ. 160 μ.), στην επαρχία Σουλίου του νομού Θεσπρωτίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (27 τ. χλμ., 578 κάτ.), στην οποία ανήκουν και τα χωριά Μανδρότοπος (172 κάτ., υψόμ. 40 μ.) και Αγορά (184 κάτ., υψόμ. 220… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”