- πρόσκομμα
- -όμματος, το, ΝΑ [προσκόπτω]1. καθετί πάνω στο οποίο προσκρούει ή σκοντάφτει κανείς, εμπόδιο, κώλυμα (α. «η αντιπολίτευση προβάλλει προσκόμματα στο έργο τής κυβέρνησης» β. «καὶ οὐχ ὡς λίθου προσκόμματι συναντήσεσθε», ΠΔ.)αρχ.1. εκκλ. αφορμή για αμαρτία, σκάνδαλο2. το αποτέλεσμα τού προσκόπτω, πλήγμα, χτύπημα, βλάβη, ζημιά.
Dictionary of Greek. 2013.